- δυσσύμβολος
- δυσσύμβολοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσσύμβολον — δυσσύμβολος masc/fem acc sg δυσσύμβολος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσσύμβολα — δυσσύμβολος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσξύμβολος — δυσξύμβολος, ον και δυσσύμβολος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μπορεί να έλθει σε συμβολή ή συνεννόηση 2. ακοινώνητος 3. δυσνόητος, δυσκατάληπτος … Dictionary of Greek